Η γήρανση του ανθρώπινου οργανισμού αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την πρόκληση ελλείμματος μαγνησίου στον ανθρώπινο οργανισμό.
Πρωτογενής έλλειψη μαγνησίου
|
Δρ Δημήτριος Ν. Γκέλης Ιατρός, Ερευνητής, Συγγραφέας, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος, Διδάκτωρ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Κόρινθος Τηλ. 6944280764 pharmage@otenet.gr www.gelis.gr www.pharmagel.gr |
|
Γκέλη Αικατερίνη Ιατρός, Ακτινοδιαγνώστρια, Άσσος, Κορινθίας, τ. 6944644820 kgkeli@hotmail.com |
Η πρωτογενής έλλειψη μαγνησίου προέρχεται από δύο αιτιολογικούς μηχανισμούς: Την έλλειψη μαγνησίου και την εξάντληση των αποθεμάτων του σώματος σε μαγνήσιο.
Η πρωτογενής έλλειψη μαγνησίου οφείλεται στην ανεπαρκή πρόσληψη μαγνησίου. Οι σύγχρονες διατροφικές ποσότητες μαγνησίου είναι οριακές σε ολόκληρο τον γενικό πληθυσμό, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Οι διατροφικές ελλείψεις είναι πιο έντονες στις ιδρυματοποιημένες ομάδες ηλικιωμένων, παρά στις ηλικιωμένες ομάδες που ζουν ελεύθερα[1].
Η πρωτογενής μείωση ή εξάντληση των αποθεμάτων του σώματος σε μαγνήσιο οφείλεται σε απορύθμιση παραγόντων που ελέγχουν την κατάσταση του μαγνησίου στον ανθρώπινο οργανισμό, όπως: Η μειωμένη απορρόφηση του μαγνησίου από το έντερο, η μειωμένη πρόσληψη του μαγνησίου από τα οστά και κινητοποίηση μαγνησίου, μερικές φορές διαρροή μαγνησίου δια των ούρων, υπεραδρενογλυκοκορτικοειδισμός λόγω μειωμένης προσαρμοστικότητας στο στρες, αντίσταση στην ινσουλίνη και αδρενεργική υποδεκτικότητα (μειωμένη δεκτικότητα των αδρενεργικών υποδοχέων).
Η μειωμένη πρόσληψη μαγνησίου (Mg) είναι μια συχνή αιτία έλλειψής του μαγνησίου που εγκαθίσταται με την πάροδο της ηλικίας μαζί με την μειωμένη απορρόφηση, τη νεφρική απώλεια και την πολυφαρμακοθεραπεία. Η χρόνια έλλειψη Mg μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένο οξειδωτικό στρες και φλεγμονή χαμηλού βαθμού, που μπορεί να συνδέεται με αρκετές ασθένειες που σχετίζονται με την ηλικία, συμπεριλαμβανομένης της υψηλότερης προδιάθεσης για μολυσματικές ασθένειες.
Το Mg μπορεί να παίζει ρόλο στην ανοσολογική απόκριση ως συμπαράγοντας για τη σύνθεση ανοσοσφαιρίνης και άλλες διεργασίες που συνδέονται αυστηρά με τη λειτουργία των Τ και Β κυττάρων. Το Mg είναι απαραίτητο για τη βιοσύνθεση, τη μεταφορά και την ενεργοποίηση της βιταμίνης D, ενός άλλου βασικού παράγοντα, που συμβάλλει στην παθογένεση των μολυσματικών ασθενειών.
Η ρύθμιση του ελεύθερου κυτοσολικού Mg στα ανοσοκύτταρα περιλαμβάνει συστήματα μεταφοράς Mg, όπως το κανάλι 7 δυναμικού παροδικού υποδοχέα παρόμοιου με μελαστατίνη, την οικογένεια φορέα διαλυμένης ουσίας και τον μεταφορέα μαγνησίου 1 (MAGT1)[2].
Η λειτουργική σημασία της μεταφοράς Mg στην ανοσία ήταν άγνωστη μέχρι την περιγραφή της πρωτοπαθούς ανοσοανεπάρκειας XMEN (Χ-συνδεδεμένη ανοσοανεπάρκεια με ελάττωμα Mg, μόλυνση από τον ιό Epstein-Barr και νεοπλασία) λόγω γενετικής ανεπάρκειας MAGT1 που χαρακτηρίζεται από χρόνιο ιό Epstein-Barr μόλυνση[3]. Αυτή και άλλες έρευνες που αναφέρουν συσχετίσεις του ελλείμματος Mg με ιογενείς και βακτηριακές λοιμώξεις υποδεικνύουν πιθανό ρόλο του ελλείμματος Mg στην πρόσφατη νόσο του κοροναϊού 2019 (COVID-19) και τις επιπλοκές της[4].
Δευτερογενής έλλειψη μαγνησίου
Το δευτερογενής έλλειψη μαγνησίου κατά τη γήρανση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις και θεραπείες, που είναι συνηθισμένες σε ηλικιωμένα άτομα, όπως π.χ. ο μη ινσουλινοεξαρτώμενος σακχαρώδης διαβήτης και η χρήση διουρητικών, που αποβάλουν μεγάλες ποσότητες μαγνησίου[5].
Η έλλειψη μαγνησίου είναι η πιο εμφανής διαταραχή του μεταβολισμού των μετάλλων στον ινσουλινοεξαρτώμενο σακχαρώδη διαβήτη. Η υπομαγνησιαιμία έχει συνδεθεί, τόσο με την οξεία μεταβολική νόσο, όσο και με την όψιμη χρόνια επιπλοκή του διαβήτη[6].
Η έλλειψη μαγνησίου μπορεί να συμμετέχει στο κλινικό πρότυπο της γήρανσης, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν νευρομυϊκές, καρδιαγγειακές και νεφρικές συμπτωματολογίες.
Οι συνέπειες του υπεραδρενογλυκοκορτικοειδισμού (Σύνδρομο Cushing: παρατεταμένη έκθεση σε υψηλά επίπεδα κορτιζόλης στην κυκλοφορία)- απλούστερος δείκτης του οποίου είναι η μη ανταπόκριση στο τεστ καταστολής της δεξαμεθαζόνης- μπορεί να περιλαμβάνουν την ανοσοκαταστολή, μυϊκή ατροφία, συγκέντρωση λιπώδους μάζας, οστεοπόρωση, υπεργλυκαιμία, υπερλιπιδαιμία, αθηρωματοσκλήρυνση και διαταραχές της διάθεσης και της διανοητικής απόδοσης, ιδιαιτέρως, λόγω της γήρανσης του εγκεφάλου.
Φαίνεται πολύ σημαντικό να επισημανθεί ότι η έλλειψη μαγνησίου και το ψυχολογικό στρες επιδεινώνουν το ένα το άλλο σε έναν πραγματικό «παθογόνο φαύλο κύκλο», ιδιαίτερα κατά την αγχωτική κατάσταση της γήρανσης. Το στρες μπορεί να αυξήσει την απώλεια μαγνησίου, προκαλώντας έλλειψη. Με τη σειρά της, η έλλειψη μαγνησίου θα μπορούσε να ενισχύσει την ευαισθησία του σώματος στο στρες, με αποτέλεσμα έναν φαύλο κύκλο μαγνησίου και στρες[7].
Η σημασία της έλλειψης μαγνησίου στις αιτιολογίες της αντίστασης στην ινσουλίνη και των αδρενεργικών, οστικών, ογκογόνων, ανοσολογικών και οξειδωτικών διαταραχών της γήρανσης είναι ακόμα αβέβαιη.
Η αξιολόγηση της κατάστασης του μαγνησίου είναι συνεπώς μεγάλης σημασίας, ωστόσο η αξιολόγησή του είναι δύσκολη. Η μέτρηση της συγκέντρωσης μαγνησίου στον ορό είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη και άμεσα διαθέσιμη μέθοδος για την αξιολόγηση της κατάστασης του μαγνησίου, ακόμη και αν τα επίπεδα στον ορό δεν έχουν αξιόπιστη συσχέτιση με τα συνολικά επίπεδα μαγνησίου του σώματος ή τις συγκεντρώσεις σε συγκεκριμένους ιστούς[8].
Επειδή το μαγνήσιο του ορού δεν αντανακλά το ενδοκυτταρικό μαγνήσιο και το τελευταίο αποτελεί περισσότερο από το 99% του συνολικού μαγνησίου του σώματος, οι περισσότερες περιπτώσεις έλλειψης μαγνησίου δεν έχουν διαγνωστεί. Επιπλέον, λόγω των χρόνιων ασθενειών, της χρήσης φαρμάκων, της μείωσης της περιεκτικότητας σε μαγνήσιο των καλλιεργειών τροφίμων και της διαθεσιμότητας επεξεργασμένων τροφίμων, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες διατρέχει κίνδυνο έλλειψης μαγνησίου.
Ορισμένα άτομα θα χρειαστεί να προσλάβουν συμπληρωματικά μαγνήσιο, για να αποτρέψουν την υποκλινική έλλειψη μαγνησίου, ειδικά εάν προσπαθούν να αποκτήσουν μια βέλτιστη κατάσταση μαγνησίου για την πρόληψη χρόνιων παθήσεων. Η υποκλινική έλλειψη μαγνησίου αυξάνει τον κίνδυνο πολλών τύπων καρδιαγγειακών παθήσεων, κοστίζει στα κράτη σε όλο τον κόσμο ένα ανυπολόγιστο κόστος υγειονομικής
Η αξιολόγηση της κατάστασης του μαγνησίου είναι συνεπώς μεγάλης σημασίας, ωστόσο η αξιολόγησή του είναι δύσκολη. Η μέτρηση της συγκέντρωσης μαγνησίου στον ορό είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη και άμεσα διαθέσιμη μέθοδος για την αξιολόγηση της κατάστασης του μαγνησίου, ακόμη και αν τα επίπεδα στον ορό δεν έχουν αξιόπιστη συσχέτιση με τα συνολικά επίπεδα μαγνησίου του σώματος ή τις συγκεντρώσεις σε συγκεκριμένους ιστούς[10].
Το μαγνήσιο ορού είναι η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη εργαστηριακή εξέταση για την αξιολόγηση της κλινικής κατάστασης μαγνησίου. Η υπομαγνησιαιμία (κατάσταση χαμηλής περιεκτικότητας σε μαγνήσιο), η οποία σχετίζεται με πολλές χρόνιες ασθένειες, διαγιγνώσκεται χρησιμοποιώντας το εύρος αναφοράς μαγνησίου ορού. Επί του παρόντος, δεν υπάρχει διεθνής συναίνεση για το φυσιολογικό εύρος της μαγνησιαιμίας. Δύο ανεξάρτητες ομάδες όρισαν 0,85 mmol/L (2,07 mg/dL, 1,7 mEq/L) ως το χαμηλό σημείο αποκοπής που ορίζει την υπομαγνησιαιμία[11].
Τα χαμηλά επίπεδα μαγνησίου έχουν συσχετιστεί με μια σειρά από χρόνιες ασθένειες, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ, η αντίσταση στην ινσουλίνη και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, η υπέρταση, τα καρδιαγγειακά νοσήματα (π.χ. εγκεφαλικό), οι ημικρανίες και η διαταραχή ελλειμματικής προσοχής και υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ)[12].
Η από του στόματος φυσιολογική συμπλήρωματική δοσολογία του μαγνησίου είναι (5 mg /kg/ημέρα) είναι το καλύτερο διαγνωστικό εργαλείο για τη διαπίστωση της σημασίας της έλλειψης μαγνησίου. Η φυσιολογική από του στόματος λήψη συμπληρωμάτων μαγνησίου (5 mg/kg/ημέρα) είναι εύκολη και μπορεί να πραγματοποιηθεί στη διατροφή ή με συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου, με πρακτικά μόνο μία αντένδειξη: την εμφανή νεφρική ανεπάρκεια[13].
Η υπερμαγνησιαιμία είναι ένα ασυνήθιστο πρόβλημα απουσία χορήγησης μαγνησίου ή νεφρικής ανεπάρκειας. Η διάγνωση της υπερμαγνησιαιμίας βασίζεται στη μέτρηση του επιπέδου του μαγνησίου στον ορό του, όταν ξεπερνάει τα 1,1 mmol /L (2,6 mg/dL)[14].
Η υπερμαγνησιαιμία είναι σοβαρή, εάν τα επίπεδα είναι μεγαλύτερα από 2,9 mmol/L (7 mg/dL)[15].
Τα ήπια ελλείμματα Mg είναι γενικά ασυμπτωματικά και τα κλινικά σημεία είναι συνήθως μη ειδικά ή απουσιάζουν. Η εξασθένηση, οι διαταραχές ύπνου, η υπερσυναισθηματικότητα και οι γνωστικές διαταραχές είναι συνηθισμένες καταστάσεις στα ηλικιωμένα άτομα με ήπιο έλλειμμα Mg και μπορεί συχνά να συγχέονται με συμπτώματα που σχετίζονται με την ηλικία.
Τα χρόνια ελλείμματα Mg αυξάνουν την παραγωγή ελεύθερων ριζών που έχουν εμπλακεί στην ανάπτυξη αρκετών χρόνιων διαταραχών που σχετίζονται με την ηλικία. Πολλές ανθρώπινες ασθένειες έχουν συσχετιστεί με ελλείμματα Mg[8], συμπεριλαμβανομένων των καρδιαγγειακών παθήσεων, της υπέρτασης και του εγκεφαλικού, του καρδιομεταβολικού συνδρόμου και του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, των συστολικών συνδρόμων των αεραγωγών και του άσθματος, της κατάθλιψης, των καταστάσεων που σχετίζονται με το στρες και των ψυχιατρικών διαταραχών, της νόσου του Alzheimer (AD) και άλλα σύνδρομα άνοιας, μυϊκές παθήσεις (μυϊκός πόνος, χρόνια κόπωση και ινομυαλγία), ευθραυστότητα των οστών και καρκίνος[8].
Η θεραπεία με κορτικοστεροειδή (CS) για λοιμώδεις και ρευματολογικές παθήσεις έδειξε ότι μειώνει τα επίπεδα μαγνησίου (Mg ++ ) στον ορό και προκαλεί μυϊκή ατροφία σε ασθενείς[16].
Η θεραπεία του COVID-19 με κορτικοστεροειδή μπορεί να προκαλέσει μυική ατροφία και σαρκοπενία[17].
Η μυοπάθεια που προκαλείται από κορτικοστεροειδή μπορεί να οφείλεται τόσο σε εξωγενή όσο και σε ενδογενή (νόσος Cushing) αιτιολογία. Η μυοπάθεια σε ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με κορτικοστεροειδή είναι γνωστή κυρίως μεταξύ ασθενών που υποβάλλονται σε χρόνια θεραπεία ή σε ασθενείς σε κρίσιμη κατάσταση και μηχανικά αεριζόμενους ασθενείς που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή, συχνά σε υψηλές δόσεις[18].
Η χρόνια έκθεση σε υψηλές δόσεις συνθετικών από του στόματος κορτικοστεροειδών (>30 mg/ημέρα) ενέχει κίνδυνο μυϊκής ατροφίας που επηρεάζει κυρίως τις γλυκολυτικές μυϊκές ίνες ταχείας συστολής (τύπου IIb). Οξεία σοβαρή γενικευμένη μυοπάθεια μπορεί να παρατηρηθεί σε υψηλές δόσεις IV κορτικοστεροειδών. Ωστόσο, η στεροειδής μυοπάθεια μπορεί επίσης να εμφανιστεί μετά από σύντομη έκθεση σε κορτικοστεροειδή από το στόμα. Οι γυναίκες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο σε σύγκριση με τους άνδρες (2:1). Οι κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν εγγύς μυϊκή αδυναμία και εμφάνιση Cushinoid. Τα μυϊκά αντανακλαστικά είναι φυσιολογικά[19].
Το 2021 ο Lizhen Zheng και οι συνεργάτες απέδειξαν σε πειραματόζωα ότι η συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου ανακούφισε επιτυχώς τη μυϊκή ατροφία που σχετίζεται με χορήγηση κορτικοστεροειδών, τόσο σε λειτουργικό, όσο και σε μορφολογικό επίπεδο, υποδεικνύοντας μια μεταφραστική δυνατότητα για ασθενείς που υποβάλλονται σε θεραπεία με κορτικοστεροειδές. Αυτή η μελέτη παρείχε τα στοιχεία για πρώτη φορά ότι η συμπληρωματική χορήγηση Mg ++ θα μπορούσε να αποτρέψει τη μυϊκή ατροφία - μια δυσμενή επίδραση της θεραπείας με κορτικοστεροειδές, η οποία επί του παρόντος υιοθετείται επίσης για τη θεραπεία της νόσου του κοροναϊού 2019 (COVID-19)[16].
Βάσει των ανωτέρω δεδομένων η συμπληρωματική χορήγηση μαγνησίου ίσως θα πρέπει να εφαρμόζεται ως ρουτίνα για λόγους πρόληψης αλλά και αποτροπής παθολογικών καταστάσεων που είναι συνηθέστερες στα ηλικιωμένα άτομα.
Μεταξύ των προληπτικών μέσων αντιμετώπισης του COVID-19 θα πρέπει να περιληφθεί και η καθημερινή λήψη μαγνησίου, επιλέγοντας τις πιο ευαπορρόφητες μορφές του, όπως το ταυρικό μαγνήσιο και το κιτρικό μαγνήσιο, που υπάρχουν συνδυασμένα στο συμπλήρωμα διατροφής Magnigkel. Κάθε κάψουλα του Magnigkel περιέχει 28,5mg Tαυρικό Μαγνήσιο και 143mg Κιτρικό Μαγνήσιο και η δοσολογία του είναι μια κάψουλα πρωί και βράδυ με το φαγητό, για διάστημα τουλάχιστον τριών μηνών..
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Vaquero MP. Magnesium and trace elements in the elderly: intake, status and recommendations. J Nutr Health Aging. 2002;6(2):147-53.
2.Li F.-Y., Chaigne-Delalande B., Su H., Uzel G., Matthews H., Lenardo M.J. XMEN disease: A new primary immunodeficiency affecting Mg2+ regulation of immunity against Epstein-Barr virus. Blood. 2014;123:2148–2152.
3.Li FY, Chaigne-Delalande B, Su H, Uzel G, Matthews H, Lenardo MJ. XMEN disease: a new primary immunodeficiency affecting Mg2+ regulation of immunity against Epstein-Barr virus. Blood. 2014 Apr 3;123(14):2148-52.
4.Dominguez LJ, Veronese N, Guerrero-Romero F, Barbagallo M. Magnesium in Infectious Diseases in Older People. Nutrients. 2021 Jan 8;13(1):180.
5.Reyes AJ, Leary WP. Review article. Magnesium deficiency provoked by diuretics. S Afr Med J. 1983 Mar 12;63(11):410-2.
6.Elamin A, Tuvemo T. Magnesium and insulin-dependent diabetes mellitus..Diabetes Res Clin Pract. 1990 Nov-Dec;10(3):203-9.
7.Gisèle Pickering, André Mazur, Marion Trousselard , Przemyslaw Bienkowski, Natalia Yaltsewa5, Mohamed Amessou, Lionel Noah, Etienne Pouteau.. Magnesium Status and Stress: The Vicious Circle Concept Revisited, Nutrients. 2020 Nov 28;12(12):3672.
8.Barbagallo M, Veronese N, Dominguez LJ. Magnesium in Aging, Health and Diseases. Nutrients. 2021 Jan 30;13(2):463.
9.DiNicolantonio J.J., O’Keefe J.H., Wilson W. Subclinical magnesium deficiency: A principal driver of cardiovascular disease and a public health crisis. Open Heart. 2018;5:e000668. doi: 10.1136/openhrt-2017-000668
10.Fiorentini D, Cappadone C, Farruggia G, Prata C. Magnesium: Biochemistry, Nutrition, Detection, and Social Impact of Diseases Linked to Its Deficiency. Nutrients. 2021 Mar 30;13(4):1136.
11.Rosanoff A, West C, Elin RJ, Micke O, Baniasadi S, Barbagallo M, Campbell E, Cheng FC, Costello RB, Gamboa-Gomez C, Guerrero-Romero F, Gletsu-Miller N, von Ehrlich B, Iotti S, Kahe K, Kim DJ, Kisters K, Kolisek M, Kraus A, Maier JA, Maj-Zurawska M, Merolle L, Nechifor M, Pourdowlat G, Shechter M, Song Y, Teoh YP, Touyz RM, Wallace TC, Yokota K, Wolf F; MaGNet Global Magnesium Project (MaGNet). Recommendation on an updated standardization of serum magnesium reference ranges. Eur J Nutr. 2022 Oct;61(7):3697-3706.
12.Gröber U, Schmidt J, Kisters K. Magnesium in Prevention and Therapy. Nutrients. 2015 Sep 23;7(9):8199-226.
13Durlach J, Durlach V, Bac P, Bara M, Guiet-Bara A. Magnesium and therapeutics. Magnes Res. 1994 Dec;7(3-4):313-28.
14."Hypermagnesemia". Merck Manuals Professional Edition. Retrieved 28 October 2018.
15.Lerma, Edgar V.; Nissenson, Allen R. (2011). Nephrology Secrets. Elsevier Health Sciences. p. 568. ISBN 978-0323081276.
16.Zheng L, Huang L, Chen Z, Cui C, Zhang R, Qin L. Magnesium supplementation alleviates corticosteroid-associated muscle atrophy in rats. Eur J Nutr. 2021 Dec;60(8):4379-4392.
17.Evcik D. Musculoskeletal involvement: COVID-19 and post COVID 19. Turk J Phys Med Rehabil. 2023 Feb 28;69(1):1-7.
18.Haran M, Schattner A, Kozak N, Mate A, Berrebi A, Shvidel L. Acute steroid myopathy: a highly overlooked entity. QJM. 2018 May 1;111(5):307-311.
19.Lisa M. Williams, Craig M. Mcdonald. Myopathic Disorders. Braddom's Physical Medicine and Rehabilitation (Sixth Edition) 2021, Pages 875-915.e3