Yπό Δρ Δημητρίου Ν. Γκέλη (MD, ORL, DDS, PhD), Aικατερίνη Γκέλη (MD, Radiologist)
Mε μελέτες in vitro και in vivo που έγιναν στο παρελθόν αποδείχτηκε ότι τα ένζυμα που συνθέτουν και μεταβολίζουν τη βιταμίνη D (όταν αναφέρεται ο όρος βιταμίνη D εννοείται η βιταμίνη D3 και η βιταμίνη D2) εξαρτώνται από το μαγνήσιο.
Πρόσφατες μελέτες παρατήρησης διαπίστωσαν ότι η πρόσληψη μαγνησίου αλληλεπιδρά σημαντικά με τη βιταμίνη D σε σχέση με την κατάσταση της βιταμίνης D στον ανθρώπινο οργανισμό και τον κίνδυνο θνησιμότητας. Επίσης, η βέλτιστη κατάσταση μαγνησίου στα κύτταρα μπορεί να είναι σημαντική για τη βελτιστοποίηση της κατάστασης, του κύριου μεταβολίτη της βιταμίνης D, της 25 υδροξυβιταμίνης D ή 25(OH)D [1].
Για τον φυσιολογικό μεταβολισμό και τη δράση της βιταμίνης D απαιτείται η παρουσία της βέλτιστης συγκέντρωσης του μαγνησίου στο σώμα. Το μαγνήσιο δρα ως συμπαράγοντας σε διάφορες βιοχημικές διεργασίες, όπως η σύνδεση της βιταμίνης D με την πρωτεΐνη δέσμευσης της βιταμίνης D , τη σύνθεση της 25 υδροξυβιταμίνης D, τη σύνθεση της καλσιτριόλης (1,25 διυδροξυβιταμίνη D), τη δραστηριότητα της 24-υδροξυλάσης (π.χ. το ένζυμο, που απενεργοποιεί την 25 υδροξυβιταμίνη D και την καλσιτριόλη (1,25 διυδρόξυβιταμίνη D3) και την έκφραση του υποδοχέα της βιταμίνης D για κυτταρικές επιδράσεις [2].
Τα χαμηλά επίπεδα Mg ενισχύουν την απελευθέρωση της παραθορμόνης ή PTH (ορμόνη που εκκρίνουν οι παραθυρεοειδείς αδένες), αλλά και οι πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις Mg καταστέλλουν την έκκριση της PTH [3].
Έτσι, έμμεσα, η σοβαρή έλλειψη Mg θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στη μειωμένη νεφρική σύνθεση της καλσιτριόλης (1,25 διυδρόξυβιταμίνη D3), καθώς η παραθορμόνη (ΡΤΗ) είναι γνωστό ότι διεγείρει τη νεφρική 1α-υδροξυλάση. Η έλλειψη μαγνησίου (Mg) επηρεάζει σημαντικά τα επίπεδα της βιταμίνης D σε άτομα με υψηλό κίνδυνο χαμηλής βιταμίνης D, όπως οι γυναίκες, οι μη Ισπανόφωνοι Αφροαμερικανοί, τα παχύσαρκα άτομα ή τα άτομα με τα υψηλότερα επίπεδα
παραθορμόνης (PTH) στο αίμα[3]. Από την άλλη πλευρά, η βιταμίνη D θα μπορούσε να επηρεάσει το μεταβολισμό του Mg. Η πλειονότητα του Mg απορροφάται ανεξάρτητα από τη δράση του υποδοχέα βιταμίνης D (VDR) ή την βιταμίνη D. Ωστόσο, η καλσιτριόλη (1,25 διυδροξυβιταμίνη D)
μπορεί να αυξήσει την απορρόφηση Mg στο έντερο ρυθμίζοντας προς τα πάνω τον εντερικό υποδοχέα βιταμίνης D (VDR), και αυτό συμβάλλει στη διατήρηση της ομοιόστασης του Mg [2, 3, 4, 5].
Είναι ενδιαφέρον ότι η βιταμίνη D μπορεί να αυξήσει την νεφρική απέκκριση Mg και επομένως να μειώσει την κατακράτηση Mg [6]. Πιθανώς, αυτό επιτυγχάνεται μέσω της καταστολής της
παραθορμόνης (PTH) (από την καλσιτριόλη), καθώς η PTH συμβάλλει στη νεφρική επαναρρόφηση Mg [5].
Τα επίπεδα Mg στον ορό δεν ανταποκρίνονται στις ενδοκυττάριες συγκεντρώσεις μαγνησίου ή στις συγκεντρώσεις μαγνησίου όλου του σώματος, διότι ο ορός του αίματος περιέχει μόλις το 0,3% του
συνολικού Mg του σώματος [3]. Ωστόσο, στην κλινική πράξη, τα επίπεδα Mg στον ορό συνήθως χρησιμεύουν ως δείκτης της κατάστασης του Mg [5, 7].
Τα φυσιολογικά επίπεδα μαγνησίου στο αίμα στον ορό είναι μεταξύ 1,8 και 2,2 mg/dL [8].
Πολλοί παράγοντες κινδύνου μπορούν να συμβάλουν στην ανάπτυξη έλλειψης Mg, όπως η ανεπαρκής κατανάλωση τροφίμων και νερού πλούσιων σε Mg [2, 9], π.χ. σε μια δίαιτα δυτικού τύπου που βασίζεται στην κατανάλωση πολλών επεξεργασμένων τροφίμων, νερού πτωχής περιεκτικότητας σε ναγνήσιο ή απιονισμένου νερού και λίγων λαχανικών τα οποία, με τη σειρά τους, είναι χαμηλά σε Mg καθώς είναι σύνηθες να καλλιεργούνται σε έδαφος φτωχό σε Mg ή λόγω παρατεταμένης νηστείας ή ολικής παρεντερικής διατροφής [5].
Έλλειψη μαγνησίου εμφανίζεται επίσης όταν, υπάρχει αυξημένη γαστρεντερική απώλεια και/ή μειωμένη απορρόφηση Mg λόγω, π.χ. εκτομής/παράκαμψης εντέρου, συνδρόμου βραχέος εντέρου, μεγάλης κατανάλωσης αλκοόλ ή φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου (IBDs) [2, 5], αυξημένη νεφρική απώλεια Mg, π.χ., λόγω σακχαρώδους διαβήτη, χρόνιας μεταβολικής οξέωσης, μετά τη μεταμόσχευση νεφρού, οξείας σωληναριακής νέκρωσης, μετα-αποφρακτικής διούρησης ή υπερβολικής αύξησης όγκου. ή επίσης στην περίπτωση σπάνιων γενετικών συνδρόμων, π.χ. σύνδρομο Gitelman, ή οικογενής υπομαγνησιαιμία με υπερασβεστιουρία και νεφροασβεστίωση [2, 5, 10].
Υπομαγνησιαιμία μπορεί να προκληθεί και από τη λήψη ορισμένων φαρμάκων με τους παρακάτω κύριους μηχανισμούς[2, 5].
1.Προαγωγή της μετατόπισης του Mg μέσα στα κύτταρα (π.χ. ινσουλίνη,
θεοφυλλίνη, μετφορμίνη).
2.Αύξηση της γαστρεντερικής απώλειας Mg (π.χ. μετφορμίνη, κατάχρηση καθαρτικών, αναστολείς αντλίας πρωτονίων).
3.Αύξηση της απέκκρισης Mg στα ούρα (π.χ. ορισμένοι αντινεοπλασματικοί παράγοντες, όπως η καρβοπλατίνη, οι αμινογλυκοσίδες, η διγοξίνη ή η χρόνια χρήση διουρητικών βρόχου και θειαζιδίου).
Η συνιστώμενη πρόσληψη Mg για ενήλικες μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τη διατροφική κατάσταση, την ηλικία και το φύλο. Γενικά, η συνιστώμενη ημερήσια δόση (RDA) Mg είναι 310–360 mg για τις γυναίκες και 400–420 mg για τους άνδρες [3, 11]. Ωστόσο, για τους ενήλικες, η πραγματική πρόσληψη Mg σε πολλές δυτικές χώρες φαίνεται να είναι χαμηλότερη από την RDA [5].
Ως εκ τούτου, η συμπληρωματική χορήγηση Mg μπορεί να συνιστάται για πολλούς ενήλικες, ιδιαίτερα για εκείνους με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης ανεπάρκειας Mg. Επιπλέον, η υπερμαγνησιαιμία που προκαλείται από συμπληρώματα Mg είναι δυνατή, αλλά εξαιρετικά σπάνια. ως επί το πλείστον, εμφανίζεται σε άτομα με υπερβολική πρόσληψη
μαγνησίου και/ή προχωρημένη χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) [5, 12].
Επιλογή του καταλληλότερου συμπληρώματος μαγνησίου
΄Έχει βρεθεί ότι το κιτρικό μαγνήσιο είναι ένας τύπος μαγνησίου που είναι συνδεδεμένο με κιτρικό οξύ και όλα τα δεδομένα δείχνουν ότι απορροφάται εύκολα από τον οργανισμό μέσω του πεπτικού σωλήνα. Αυτή η μορφή του μαγνησίου έχει επίσης καθαρτική δράση και συχνά χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των συμπτωμάτων της δυσκοιλιότητας[13].
Το 1990 ο JS Lindberg και οι συνεργάτες επέδειξαν ότι το κιτρικό μαγνήσιο έχει μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα συγκρίνοντάς το με το[13]. Και έβγαλαν το συμπέρασμα ότι το κιτρικό μαγνήσιο, παρόμοια με άλλες οργανικές ενώσεις μαγνησίου, μπορεί να είναι πιο κατάλληλο από το οξείδιο του μαγνησίου για τη βελτιστοποίηση της διατροφικής πρόσληψης μαγνησίου[13].
Με μια ποικιλία μηχανισμών, το μαγνήσιο λειτουργεί, τόσο ενδοκυτταρικά, όσο και εξωκυτταρικά, για να ελαχιστοποιήσει το κυτταροπλασματικό επίπεδο ελεύθερου ασβεστίου, [Ca2+]i. Αυτός μπορεί να είναι ο κύριος λόγος, για τον οποίο η διόρθωση της έλλειψης μαγνησίου, ή η πρόκληση υπερμαγνησιαιμίας με παρεντερική έγχυση, ασκεί αντιυπερτασικά, αντι-αθηρωματοσκληρυντικά, αντιαρρυθμικά και αντιθρομβωτικά αποτελέσματα. Tο αμινοξύ ταυρίνη μπορεί να αυξήσει το συστολικό ασβέστιο στα καρδιακά κύτταρα (και επομένως έχει θετική ινότροπη δραστηριότητα), αλλά έχει άλλες δράσεις που τείνουν να μειώνουν το [Ca2+]i.
Πράγματι, σε πειραματόζωα και κλινικές μελέτες σε ανθρώπους έχει βρεθεί ότι, η ταυρίνη μειώνει την αυξημένη αρτηριακή πίεση, επιβραδύνει την αθηρωματογένεση που προκαλείται από τη χοληστερόλη, αποτρέπει τις αρρυθμίες και σταθεροποιεί τα αιμοπετάλια. Αυτές όμως οι επιδράσεις είναι παράλληλες με αυτές του μαγνησίου.
Επομένως, το ταυρικό μαγνήσιο μπορεί να έχει σημαντικές δυνατότητες ως αγγειοπροστατευτικό συμπλήρωμα διατροφής και μπορεί επίσης να χορηγηθεί παρεντερικά, ως εναλλακτική λύση του θειικού μαγνησίου, στη θεραπεία του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου. καθώς και της προεκλαμψίας.
Οι επιδράσεις του ταυρικού μαγνησίου στον διαβήτη αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής, καθώς τόσο το μαγνήσιο, όσο και η ταυρίνη μπορεί να βελτιώσουν την ευαισθησία στην ινσουλίνη και επίσης μπορεί να μειώσουν τον κίνδυνο για μικρο- και μακροαγγειακές επιπλοκές του διαβήτη[14].
Συνεπώς μια αποτελεσματική επιλογή χορήγησης μαγνησίου είναι η χορήγηση κιτρικού και ταυρικού μαγνησίου. Το Magnigkel είναι ένα συμπλήρωμα διατροφής του οποίου η κάθε κάψουλα περιέχει 28,5mg Tαυρικού Μαγνησίου και 143mg Kιτρικού Μαγνησίου. Η δοσολογία του Magnigkel είναι μία κάψουλα το πρωί και μια το βράδυ με το φαγητό, επί τρείς μήνες.
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση
1.Dai Q, Zhu X, Manson JE, Song Y, Li X, Franke AA, Costello RB, Rosanoff A,Nian H, Fan L, Murff H, Ness RM, Seidner DL, Yu C, Shrubsole MJ. Magnesium status and supplementation influence vitamin D status and metabolism: results from a randomized trial. Am J Clin Nutr. 2018 Dec 1;108(6):1249-1258.
2.Matias P., Avila G., Ferreira A.C., Laranjinha I., Ferreira A. Hypomagnesemia: A potential underlooked cause of persistent vitamin D deficiency in chronic kidney disease. Clin. Kidney J. 2023;16:1776–1785.
3.Erem S., Atfi A., Razzaque M.S. Anabolic effects of vitamin D and magnesium in aging bone. J. Steroid Biochem. Mol. Biol. 2019;193:105400.
4.Salinas M., Lopez-Garrigos M., Flores E., Leiva-Salinas C. Improving diagnosis and treatment of hypomagnesemia. Clin. Chem. Lab. Med. CCLM/FESCC. 2024;62:234–248.
5,Al Alawi A.M., Majoni S.W., Falhammar H. Magnesium and Human Health: Perspectives and Research Directions. Int. J. Endocrinol. 2018;2018:9041694.
6.Rosanoff A., Dai Q., Shapses S.A. Essential Nutrient Interactions: Does Low or Suboptimal Magnesium Status Interact with Vitamin
D and/or Calcium Status? Adv. Nutr. 2016;7:25–43.
7.Aal-Hamad A.H., Al-Alawi A.M., Kashoub M.S., Falhammar H. Hypermagnesemia in Clinical Practice. Medicina. 2023;59:1190.
8. Mary J. Allen , Sandeep Sharma . In: StatPearls [Internet]. Treasure Island (FL): StatPearls Publishing; 2024 Jan. 2023 Feb 20.
9.Bradley M., Melchor J., Carr R., Karjoo S. Obesity and malnutrition in children and adults: A clinical review. Obes.
Pillars. 2023;8:100087.
10. Basiri R., Seidu B., Cheskin L.J. Key Nutrients for Optimal Blood Glucose Control and Mental Health in Individuals with Diabetes: A
Review of the Evidence. Nutrients. 2023;15:3929. 11. Groenendijk I., van Delft M., Versloot P., van Loon L.J.C., de Groot L. Impact of magnesium on bone health in older adults: A systematic
review and meta-analysis. Bone. 2022;154:116233.
12.Reddy P., Edwards L.R. Magnesium Supplementation in Vitamin D Deficiency. Am. J. Ther. 2019;26:e124–e132. Reddy P., Edwards L.R.
Magnesium Supplementation in Vitamin D Deficiency. Am. J. Ther. 2019;26:e124–e132.
13. J S Lindberg 1, M M Zobitz, J R Poindexter, C Y Pak. Magnesium bioavailability from magnesium citrate and magnesium oxide. J Am Coll Nutr. 1990 Feb;9(1):48-55.
14.M F McCarty. Complementary vascular-protective actions of magnesium and taurine: a rationale for magnesium taurate. Med Hypotheses. 1996 Feb;46(2):89-100.